12 Μαρτίου 2015

EY: Πρόβλεψη για ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1,7% φέτος και 2,4% το 2016

Ενισχυμένες από τις αισθητά μειωμένες τιμές του πετρελαίου και την ποσοτική χαλάρωση εισήλθαν στο 2015 οι χώρες της Ευρωζώνης, όπως διαπιστώνει η έκθεση της EY Eurozone Forecast (EEF) Spring 2015. Οι δύο αυτοί παράγοντες θα στηρίξουν την εγχώρια ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2014, βοηθώντας την αύξηση του ΑΕΠ να φθάσει από το 0,9% το 2014 στο 1,5% φέτος και στη συνέχεια στο 1,8% το 2016.

Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές εξακολουθούν να επηρεάζονται αρνητικά από μια σειρά διαρθρωτικών παραγόντων, όπως η ανάγκη για δημοσιονομική πειθαρχία και οι αυξήσεις των μισθών. Εξαιτίας των παραγόντων αυτών, η ανάπτυξη αναμένεται να περιορισθεί, περίπου, στο 1,6% ετησίως κατά την περίοδο 2017 - 2019. Στο μεταξύ, η κρίση στην Ουκρανία και οι δύσκολες διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος θα συνεχίσουν να αποτελούν κίνδυνο για την οικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα για αρκετό χρόνο ακόμη.
Στην Ελλάδα η ανάκαμψη επισκιάζεται από την πολιτική αβεβαιότητα
Σύμφωνα με την έκθεση της EY, μετά από έξι χρόνια ύφεσης, το 2014 αποδείχθηκε μια χρονιά ορόσημο για την Ελλάδα, με την οικονομία να επιστρέφει τελικά στην ανάπτυξη. Μπορεί η ανεργία να έφθασε το 25% του εργατικού δυναμικού, όμως η οικονομία δημιουργεί και πάλι σημαντικές αυξήσεις στην απασχόληση. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% το 2014, καταγράφοντας την πρώτη αύξηση μετά το 2007. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΥ, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7% το 2015, ενώ προβλέπεται περαιτέρω αύξηση κατά 2,4% το 2016.
Η ανάκαμψη, σύμφωνα με την έκθεση της EY, τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της κατανάλωσης και τη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών. Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, η ανάκαμψη της κατανάλωσης μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη, καθώς το βάθος της ύφεσης και η έκταση των απωλειών θέσεων εργασίας έχουν οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των εισοδημάτων. Παρά το γεγονός ότι τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν μια τάση σταθεροποίησης των αποδοχών, το υψηλό επίπεδο της ανεργίας θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά την αύξηση των μισθών για τα επόμενα χρόνια.
Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η πτώση των τιμών του πετρελαίου σε συνδυασμό με την απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα οδηγούν στη συνέχιση του αποπληθωρισμού. Οι τιμές καταναλωτή υποχώρησαν κατά 2,8% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο. Αυτό ενδέχεται να ενισχύσει τους πραγματικούς μισθούς φέτος, εφόσον διατηρηθεί η αύξηση των ονομαστικών αποδοχών.
Παράλληλα, με τη βοήθεια των βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό ισοζύγιο έχει συμβάλει και αυτό σημαντικά στην ανάπτυξη, προσθέτοντας 1,3 εκατοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ το 2014. Όπως προβλέπεται στην έκθεση της ΕΥ, αναμένεται αντίστοιχη συνεισφορά και για το 2015.
Ωστόσο, η θετική δυναμική στην οικονομία ενδέχεται να επηρεασθεί αρνητικά από μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας που συνδέεται με την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή, σύμφωνα με την έκθεση της EY. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα χρειασθεί να ολοκληρώσει το υπάρχον πρόγραμμα προσαρμογής και να χρησιμοποιήσει τα χρονικά περιθώρια που της παρέχει η πρόσφατη παράταση του προγράμματος για να επιτύχει μια νέα συμφωνία με τους διεθνείς πιστωτές.
Ενισχύεται η ανάκαμψη της Ευρωζώνης
Η σταδιακή βελτίωση της οικονομίας της Ευρωζώνης θα ενισχυθεί το 2015 από τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου, οι οποίες αναμένεται να κινηθούν κατά μέσο όρο στα 55 δολ. ανά βαρέλι σε σύγκριση με περίπου 100 δολ. ανά βαρέλι το 2014. Η εξέλιξη αυτή θα προσθέσει μεταξύ 1% και 1,5% στα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών της Ευρωζώνης το 2015.
Γενικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΕΥ, το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών θα αυξηθεί κατά 2,5% φέτος, ενισχύοντας την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών η οποία θα φθάσει από 0,9% το 2014 σε 1,6% φέτος. Ωστόσο, καθώς η ύπαρξη ενός μεγάλου σχολάζοντος εργατικού δυναμικού θα εξακολουθήσει να συγκρατεί την αύξηση των μισθών για αρκετά χρόνια, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών αναμένεται να παραμείνει σταθερή γύρω στο 1,5% από το 2016 και μετά.